- διφαλαγγία
- η (Α διφαλαγγία)νεοελλ.ναυτ. πορεία πλοίων σε δύο φάλαγγεςαρχ.φάλαγγα που βαδίζει παραταγμένη σε διπλούς στοίχους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διφαλαγγία — διφαλαγγίᾱ , διφαλαγγία phalanx marching in two divisions fem nom/voc/acc dual διφαλαγγίᾱ , διφαλαγγία phalanx marching in two divisions fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφαλαγγίᾳ — διφαλαγγίᾱͅ , διφαλαγγία phalanx marching in two divisions fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφαλαγγίας — διφαλαγγίᾱς , διφαλαγγία phalanx marching in two divisions fem acc pl διφαλαγγίᾱς , διφαλαγγία phalanx marching in two divisions fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφαλαγγίαι — διφαλαγγίᾱͅ , διφαλαγγία phalanx marching in two divisions fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφαλαγγίαν — διφαλαγγίᾱν , διφαλαγγία phalanx marching in two divisions fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Агмен — • Agmen, маршевое, походное построение войска. У греков расчленение на отдельные отряды, лежавшее в основе боевого построения, сохранялось и в походе. Движение совершалось или одной, или несколькими колоннами (πορεία μονοφαλαγγία, διφαλαγγία и … Реальный словарь классических древностей
κοιλόστομος — κοιλόστομος, ον (Α) 1. αυτός που έχει υπόκωφη, βαθιά φωνή 2. (μτφ. για διφαλαγγία) αυτή που έχει τους διοικητές κάθε φάλαγγας διατεταγμένους προς το ίδιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στομος (< στόμα), πρβλ. μικρό στομος, χρυσό στομος] … Dictionary of Greek
ομοιόστομος — ὁμοιόστομος, ον (Α) αυτός τού οποίου τα δύο μέτωπα, δηλ. οι πρώτες γραμμές τής μάχης, είναι στραμμένα προς το ίδιο μέρος («ὁμοιόστομος διφαλαγγία»). επίρρ... ὁμοιοστόμως (Α) δια μέσου τού ίδιου μετώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + στομος (<… … Dictionary of Greek